- κανθάρων
- κάνθαροςdung-beetlemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κανθάρων — Κάνθαρος dung beetle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PIRAEEUS sive PIRAEUS — PIRAEEUS, sive PIRAEUS seu melius Pyraus, nunc Porto di Seline, ab urbe adiacente, vel porte Leone, a Leone marmoreo ibi ad litus sito ad ostia Cephisi fluvii, portus Athenarum, 400. navium capax, a Themistocle, murô 2. mill. pass. urbi… … Hofmann J. Lexicon universale
ελοφόρος — ο γένος κανθάρων που ζουν σε στάσιμα νερά και σε υδρόβια φυτά … Dictionary of Greek
κανθαροποιός — κανθαροποιός, ὁ (Α) επιγρ. κατασκευαστής κανθάρων*, ποτηριών με χαμηλή βάση και μεγάλες λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κανθαρώλεθρος — κανθαρώλεθρος, ὁ και κανθαρώλεθρον, τὸ (Α) όλεθρος τών κανθάρων, ονομασία μιας περιοχής τής Θράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + όλεθρος. Το ω οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
πιμελία — (pimelia). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των πιμελιδών, που αριθμεί 60 περίπου είδη σκαθαριών (κανθάρων). Από τα ευρωπαϊκά είδη το αξιολογότερο είναι η π. η δίστικτη, που έχει χρώμα μελανό και δυο λευκά στίγματα στην επάνω επιφάνεια… … Dictionary of Greek
ανθοφάγα — (anthophaga). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βραδυελύιρων κανθάρων. Ζουν και τρέφονται από τα άνθη, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία τους. Ζουν κυρίως σε ορεινές περιοχές. Στην Ευρώπη συναντούμε περισσότερα από 20 είδη α … Dictionary of Greek